- πλοηγώ
- -έω, Ν [πλοηγός]1. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο τού πλοηγού2. οδηγώ πλοίο κοντά στις ακτές ή διά μέσου στενών θαλάσσιων διόδων ή εντός λιμένα, κν. πιλοτάρω3. μτφ. οδηγώ κάποιον και τόν βοηθώ να βγει από μια δύσκολη κατάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.